- λιζία
- λιζία, ἡ (Μ)βλ. λίζιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίζιος — λίζιος, ία, ον (Μ) 1. (το αρσ. συν. με τα ουσ. άνθρωπος, καβαλάρης, φλαμουριάρης ή μόνο του ως ουσ.) υποτελής τιμαριούχος 2. μτφ. υπόδουλος το αρσ. ως ουσ. ὁ λίζιος ακόλουθος, υπασπιστής 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιζία η σχέση αμοιβαίας πίστης μεταξύ… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek